καλπάζει

καλπάζει
καλπάζω
trot
pres ind mp 2nd sg
καλπάζω
trot
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καλπάζω — (Μ καλπάζω) [κάλπη (II)] (για άλογο) τρέχω με καλπασμό νεοελλ. 1. (για ιππέα) ιππεύω άλογο που καλπάζει 2. μτφ. προχωρώ αλματωδώς, εξελίσσομαι γρήγορα («ο πληθωρισμός καλπάζει») 3. (το θηλ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) η καλπάζουσα (ενν. φυματίωση) οξεία …   Dictionary of Greek

  • ACUPEDES — Latinis veterib. dicti sunt, qui Graecis ὀτρύποδες, quasi acutipedes. Inde acupedium Festus interpretatur, cui praecipuum er at in currendo acumen peddum. Gloss. acupedium, ὀτρυποδία. Sic Pindarus ἀκμην`ποδῶν, i. e. acumen pedum, eleganter dixit …   Hofmann J. Lexicon universale

  • άδρομος — η, ο (Α ἄδρομος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει δρόμους ή έχει ανεπαρκείς και σε κακή κατάσταση δρόμους («άδρομο φαράγγι») 2. άτοπος, άπρεπος αρχ. (για άλογα) αυτός που δεν καλπάζει, που δεν τρέχει γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + δρόμος.… …   Dictionary of Greek

  • παρακαλπάζω — ΜΑ τρέχω πεζός δίπλα σε άλογο που καλπάζει κρατώντας το από τον χαλινό («μικρὰ δὲ οὕτω παρακαλπάσας καὶ καταψήσας», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

  • ρυτήρας — ο / ῥυτήρ, ῆρος, ΝΑ 1. αυτός που σέρνει ή τεντώνει κάτι («ῥυτῆρα βιοῡ» ελκυστήρας τόξου, τοξότης, Ομ. Οδ.) 2. το χαλινάρι 3. φρ. «τρέχει από ρυτήρος» ή «ἀπὸ ῥυτῆρος ἐλαύνειν» (για άλογο) τρέχει με χαλαρωμένα τα ηνία ώστε να καλπάζει χωρίς κανένα… …   Dictionary of Greek

  • ρόθιος — ον, θηλ. και ῥοθία και ποιητ. τ. ῥοθιάς, άδος, Α [ῥόθος] 1. (κυρίως για τα κύματα) αυτός που κινείται ορμητικά, με θόρυβο (α. «ἀμφὶ δὲ κῡμα βέβρυκε ῥόθιον», Ομ. Οδ. β. «ἦ ῥοθίοις εἰλατίναις δικρότοισι κώπαις ἔπλευσαν», Ευρ. γ. «εὐθὺς δὲ κώπης… …   Dictionary of Greek

  • ψευδοτροχασμός — ο, Ν ελαττωματικός βηματισμός ίππου που καλπάζει με τα μπροστινά πόδια και τροχάζει με τα πισινά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + τροχασμός (< τροχάζω)] …   Dictionary of Greek

  • Βρύαξις — (4ος αι. π.Χ.). Γλύπτης από την Καρία. Ελάχιστα είναι γνωστά για τη ζωή του. Φαίνεται πως υπήρξε μαθητής του Σκόπα με τον οποίο, όπως και με τον Λεωχάρη, συνεργάστηκε στην πλαστική διακόσμηση του Μαυσωλείου της Αλικαρνασσού. Φιλολογικές πηγές… …   Dictionary of Greek

  • Έπονα — Θεά των Κελτών. Το όνομά της προέρχεται από την κελτική λέξη έπος που σημαίνει άλογο. Η γαλατορωμαϊκή εικονογραφία την αναπαριστά ντυμένη με μακρύ χιτώνα πάνω σε ένα άλογο που βαδίζει (ποτέ δεν τρέχει ούτε καλπάζει). Κατά τους αυτοκρατορικούς… …   Dictionary of Greek

  • Μαρτίνι, Σιμόνε — (Simone Martini, Σιένα 1284; – Αβινιόν 1344). Ιταλός ζωγράφος. Υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους γοτθικούς καλλιτέχνες και εκπροσώπους της σχολής της Σιένα κατά τον 14ο αι. Το πρώτο σωζόμενο χρονολογημένο έργο του τιτλοφορείται Μαεστά, και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”